- ακαρίαση
- Σοβαρή νόσος που προσβάλλει τον άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά. Είναι μεταδοτική δερματοπάθεια που προέρχεται από τα παράσιτα ακάρεα, γνωστή περισσότερο ως ψώρα. Τον άνθρωπο προσβάλλει ο σαρκοκόπτης, μικρό ωοειδές ζωάριο, που έχει ράχη με τριχωτή επιφάνεια. Το θηλυκό γεννά τα αβγά του στην επιδερμίδα του ξενιστή, ανοίγοντας σε αυτήν σήραγγα, που τη διευρύνει με πλάγιες κινήσεις του σώματός του και από την οποία αδυνατεί να ξαναβγεί, προκαλώντας με την παρουσία της και με τα νέα παράσιτα που θα εκκολαφθούν από τα αβγά της, επώδυνη κατάσταση στον άνθρωπο, που έχουν επιλέξει ως ξενιστή.
* * *η Ιατρ.παρασιτική νόσος τού δέρματος, που οφείλεται σε Ακάρεα*, όπως στην περίπτωση τής ψώρας. Οι ακαριάσεις εκδηλώνονται με τη μορφή ακαρεοδερματίτιδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < acariasis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άκαρι + -ιασις (-ιαση)*].
Dictionary of Greek. 2013.